καδί

καδί
το [κάδος]
μικρός κάδος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • καδί — το μικρή κάδη, ξύλινο δοχείο για τη συντήρηση του τυριού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τριακάδι — τριᾱκάδι , τριακάς the number thirty fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”